- κοινωνός
- ο, η (AM κοινωνός, ὁ, ἡ)αυτός που παίρνει μέρος σε κάτι, μέτοχος, σύντροφος, συνέταιρος, συμμέτοχοςνεοελλ.αυτός που έχει γνώση κάποιου πράγματος, που έχει εμπειρία πάνω σε κάτι, γνώστης, έμπειρος («τόν κατέστησε κοινωνό τής υποθέσεως»)αρχ.1. συνεργός, συναυτουργός, συνένοχος2. φρ. «κοινωνοὶ λιμένων» — οι εκμισθωτές τών λιμενικών φόρων3. προστατευτικό, ευμενές πνεύμα4. ως επίθ. κοινωνός, -όνκοινός.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για υποχωρητ. παρ. τού κοινωνώ].
Dictionary of Greek. 2013.